Η περίοδος επώασης της λύσσας στον άνθρωπο κυμαίνεται από λίγες ημέρες έως
και χρόνια, αλλά συνήθως είναι 3-8 εβδομάδες. Μετά την είσοδο του ιού στο Κεντρικό
Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ) του επόμενου ξενιστή, προκαλείται προοδευτική
εγκεφαλομυελίτιδα που οδηγεί στο θάνατο σχεδόν το 100% των περιστατικών. Τα
πρώιμα συμπτώματα της νόσου στον άνθρωπο είναι μη ειδικά και περιλαμβάνουν
πυρετό, πονοκέφαλο και γενικευμένη αδιαθεσία και αδυναμία. Μπορεί να συνυπάρχει
ο πόνος ή ανεξήγητο αίσθημα μουδιάσματος, τρυπήματος ή τσιμπήματος
(παραισθησίες) στο σημείο του τραύματος. Απαντώνται δύο μορφές της νόσου: η
μανιακή και η παραλυτική. Οι ασθενείς με τη μανιακή μορφή, εμφανίζουν
υπερδιέγερση, ευέξαπτη συμπεριφορά, υδροφοβία (φόβος για το νερό) και μερικές
φορές αεροφοβία. Ο θάνατος επέρχεται μετά από λίγες ημέρες (συνήθως 6) από
καρδιοαναπνευστική ανακοπή. Η παραλυτική μορφή ευθύνεται για το 30% του
συνόλου των κρουσμάτων στον άνθρωπο. Είναι λιγότερο δραματική και διαρκεί
συνήθως περισσότερο από τη μανιακή μορφή. Οι μύες σταδιακά παραλύουν
αρχίζοντας από το σημείο του δήγματος (δαγκώματος) ή της γρατζουνιάς. Άλλα
ειδικά συμπτώματα που εμφανίζονται στην λύσσα περιλαμβάνουν την αϋπνία, το
άγχος, τις ψευδαισθήσεις, τη σιελόρροια, και τη δυσκολία στην κατάποση.
Προοδευτικά εγκαθίσταται κώμα και επέρχεται ο θάνατος συνήθως λόγω παράλυσης
των αναπνευστικών μυών. Συχνά η παραλυτική μορφή συγχέεται με άλλα νοσήματα
με αποτέλεσμα να καθυστερεί η διάγνωση της λύσσας.
Δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία για τη λύσσα. Μετά την εκδήλωση των
συμπτωμάτων στον άνθρωπο ή στα ζώα, η νόσος έχει θνητότητα σχεδόν 100%.